- άτσαλα
- επίρρ.βλ. άτσαλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατσαλεύω — 1. κάνω κάτι άτσαλα 2. προξενώ ακαταστασία … Dictionary of Greek
ατσαλοπεριπάτης — ἀτσαλοπεριπάτης και ἀτσαλοπερπατάρης, ο (Μ) αυτός που περπατά άτσαλα, που έχει ακανόνιστο βάδισμα … Dictionary of Greek
ατσαλόγλωσσος — και ατσαλόστομος, η, ο αυτός που μιλάει άτσαλα, απρεπής … Dictionary of Greek
κακοράβω — και κακορράβω 1. ράβω κάτι άσχημα, άτσαλα, ελαττωματικά 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακοραμμένος, η, ο ραμμένος άσχημα, ελαττωματικά … Dictionary of Greek
τσαλαβουτώ — Ν 1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες 2. αναταράσσω λάσπη 3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλα πατώ)] … Dictionary of Greek
τσαλαπατώ — Ν 1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του») 2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον… … Dictionary of Greek